Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

• Οικονομική κρίση και η ανάγκη για μια νέα καινοτομία

Εβδομάδα εργασίας 24 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων

Ο ισχυρισμός που διατυπώνεται εδώ είναι ότι για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας κρίσης (και όχι μόνο των επιπτώσεών της) απαιτείται μια νέα καινοτομία που θα στηρίζεται στον περιορισμό του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας των εργαζομένων στις 24 ώρες χωρίς μείωση αποδοχών και εργασιακών δικαιωμάτων.

Ακολουθεί η ανάλυση αυτού του ισχυρισμού και προτείνεται για ανοικτή συζήτηση η ανάλυση και των πολιτικών επιπτώσεων :

Διαβάζουμε κι ακούμε πολλά αυτό τον καιρό και μερικές φορές μοιάζει πως ζούμε μιαν ακόμη κοσμογονία, ανάλογη με εκείνη της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά, δυνάμει, αρκετά διαφορετική ως προς την ουσιώδη σημασία της. Ενώ τότε, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, η επικράτηση του καπιταλισμού της αγοράς συνοδεύτηκε και ταυτίστηκε με την επιτάχυνση της οικονομικής απορρύθμισης, σήμερα, μετά την εκδήλωση της κρίσης των χρηματοπιστωτικών συστημάτων και εν μέσω της εξέλιξης τάσεων ραγδαίας επιβράδυνσης ή/και μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας, συζητείται, ενθαρρύνεται και, αλλού περισσότερο κι αλλού λιγότερο, ήδη πραγματώνεται η (επαν-)ενεργοποίηση του οικονομικού ρόλου του κράτους, το οποίο καλείται με τον α ή β τρόπο να αναλάβει το κόστος των ζημιών (και τις λεγόμενες bad banks όπως σχηματοποιήθηκαν στο Νταβός). Και δεν είναι λίγοι όσοι επιζητούν, μα και προβλέπουν, πως, μαζί με την ενίσχυση του οικονομικού ρόλου του κράτους, αναπόφευκτη θα γίνει η ενδυνάμωση των θεσμών διεθνούς οικονομικής συνεργασίας πρωτοστατούσης της G20, δηλαδή, των θεσμών ρύθμισης των διασυνοριακών οικονομικών δραστηριοτήτων και συναλλαγών. Έτσι καθίσταται μοιραία η ανάσχεση των ρυθμών ολοκλήρωσης των διεθνών αγορών, με ευπρόσδεκτη συνέπεια την άμβλυνση, εάν όχι εξουδετέρωση και αναστροφή, των τάσεων αύξησης των εισοδηματικών ανισοτήτων, θέτοντας έτσι την υπογραφή στην ληξιαρχική πράξη θανάτου των ιδεολογημάτων του νεοφιλελευθερισμού από τους ίδιους τους εμπνευστές τους.

Από διανοητές της αριστεράς, η ταυτότητα της τρέχουσας κρίσης, που σωστά αντιμετωπίζεται ως διαφορετική από τις συνήθεις κυκλικές κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος και ως προς τις αιτίες και ως προς την ένταση και έκταση, εστιάζονται:

- Πρώτα απ’ όλα στο γεγονός ότι δεν είχαμε στο παρελθόν μια τέτοια κατάσταση ταυτόχρονης υπερχρέωσης και κρατών και επιχειρήσεων και κοινωνικών στρωμάτων (ιδίως το τρίτο στοιχείο είναι ιστορικά καινούριο). Και γι’ αυτό η κρίση αυτή παίρνει εξαρχής ένα ευρύ, κοινωνικό και παγκόσμιο χαρακτήρα.

-Δεύτερον, το ότι η κρίση αυτή εκδηλώνεται σ’ ένα ιστορικό πλαίσιο που χαρακτηρίζεται από μια νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και μια προχωρημένη απορρύθμιση των αγορών, διεθνώς και εθνικά, πράγμα που σημαίνει ότι τα μέσα για μια καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης είναι περιορισμένα.

-Τρίτον, είναι μια κρίση που ξεσπάει σε μια ιστορική φάση, όπου εισέρχονται ή επανεισέρχονται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας χώρες τεράστιες, με τεράστιους πληθυσμούς και δυνατότητες, όπως είναι η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, χώρες που κινούνται σε καπιταλιστική τροχιά, αλλά έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα.

-Αν και αυτά τα βασικά επιχειρήματα- αιτιάσεις της κρίσης είναι σωστά και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, δεν αναλύουν ούτε ερμηνεύουν τις πραγματικές αιτίες της κρίσης. Αυτές μπορούμε να πούμε ότι εκδηλώνονται από την συνύπαρξη τεσσάρων ομάδων αντιθέσεων.

Πρώτον, με την όξυνση της αντίθεσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, με όλη την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού που προηγήθηκε. Κατά την αντίληψή μου, η αντίθεση αυτή εστιάζεται στην τρέχουσα κρίσης, στην τεράστια πλέον αναντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τους μισθούς. Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τελευταία 25 χρόνια στις χώρες του ΟΟΣΑ η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί σε επίπεδα του 300% ενώ οι μισθοί στο επίπεδο του 55-75%.

Δεύτερον, με μια αντίθεση που προϋπήρχε και την γνωρίζαμε, ίσως δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να πάρει τέτοια διάσταση, την αντίθεση δηλαδή ανάμεσα στο χρηματιστικό κεφάλαιο και την πραγματική οικονομία και συνολικά την κοινωνία.

Τρίτον, την αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα του δολαρίου και των ΗΠΑ γενικότερα, αλλά και τις ανάγκες της παγκόσμιας ανάπτυξης όπως αυτές τίθενται σήμερα.

Και τέταρτο, από το γεγονός ότι αυτές οι τρεις ομάδες αντιθέσεων διαπλέκονται με μια ευρύτερη αντίθεση ανάμεσα στο σημερινό μοντέλο ανάπτυξης και τις ανάγκες της φύσης, του περιβάλλοντος, της οικολογικής ισορροπίας και των διαφαινόμενων έντονων ενεργειακών κρίσεων που αναμένονται μέσα στην επόμενη δεκαετία λόγω της αναμενόμενης υπέρβασης της ζήτησης από την προσφορά προϊόντων πετρελαίου.

Οι οικονομολόγοι, παρά τις επί μέρους διαφορές που προέρχονται από τις αγκυλώσεις των σχολών οικονομικής σκέψης που, ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κρίση, προτείνουν ζαλισμένοι για την αντιμετώπιση της ένα νέο κανονιστικό πλαίσιο και μια νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική. Οι προτάσεις αυτές εστιάζουν και περιορίζονται σε διορθώσεις του δεύτερου από τις προαναφερθείσες αιτίες τις κρίσεις, στις αντιθέσεις δηλαδή ανάμεσα στην λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με όλη την υπόλοιπη οικονομία. Έτσι έχουν ήδη συσταθεί «ομάδες σοφών» που αναμένεται να καταθέσουν τις προτάσεις τους για τις δέουσες μεταρρυθμίσεις. Ελπίζουν ότι ένα νέο «ολοκληρωμένο διατομεακό πλαίσιο» (unified cross-sectoral framework), το οποίο έχει προτείνει και ο ΟΟΣΑ, θα εξαφανίσει τα όποια κενά υφίστανται σήμερα (π.χ. μεταξύ εποπτείας εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών) και θα μειώσει τα προβλήματα συντονισμού, την άνιση μεταχείριση και την ασύμμετρη πληροφόρηση. Επίσης, θεωρούν την ενίσχυση της τήρησης ρευστότητας έναντι κινδύνων εκτός ισολογισμού, την υιοθέτηση κανόνων αντικυκλικής κεφαλαιακής επάρκειας (counter-cyclical capital requirements) και τονίζουν την ανάγκη μεγαλύτερης έμφαση στο ποσοστό «μόχλευσης», πχ με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων, ισχυριζόμενοι ότι μπορεί να εξασφαλιστεί έτσι η σταθερότητα του συστήματος.

O φόβος που προέρχεται από τη διαπίστωση ότι το γεγονός και μόνο της πολυπλοκότητας του εγχειρήματος, της επανα-ρύθμισης δηλαδή των υπό κατάρρευση αγορών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και με μεθόδους αντίστοιχες της εποχής Bretton Woods δεν μπορεί να επαναληφθεί παρά μόνο ως φάρσα μιας και όλες οι προσπάθειες στρέφονται στο να παρθούν πρωτοβουλίες για να μην επαναληφθεί η κρίση, μεταφέροντας παράλληλα το κόστος της υπέρβασης της κρίσης σε αυτούς που δεν την δημιούργησαν, είναι κοινός πλέον τόπος όχι μόνο για διανοητές οικονομολόγους της Αριστεράς.

Οι μεγαλύτερες από τις ιστορικά καταγεγραμμένες οικονομικές κρίσεις (από αυτή που ακολούθησε την χρηματιστηριακή κατάρρευση του χρηματιστήριου της Βιέννης το 1873, το κραχ του 1929 και την περίοδο ύφεσης-στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970) συνόδευσαν την έξοδό τους κυρίως με την υιοθέτηση κάποιων (μη υποχρεωτικά τεχνολογικών) καινοτομιών, όπως για παράδειγμα η δημιουργία των εμπορικών τραπεζών στα τέλη του 19ου αιώνα, η εφεύρεση από τον Σάιρους Μακόρμικ των πληρωμών με δόσεις για την αγορά αρχικά γεωργικών μηχανημάτων και η υιοθέτηση από την GE Capital της χρήσης αξιογράφων για την χρηματοδότηση της βιομηχανίας την δεκαετία του 1970. Όλες αυτές οι καινοτομίες, που είχαν σαν κοινό χαρακτηριστικό τους την μετατροπή των αγορών σε κρίση σε αγορές προσανατολισμένων στην έντονη ζήτηση έναντι μελλοντικών εσόδων, ακολουθήθηκαν και από κρατικές παρεμβάσεις και επενδύσεις που στηρίζονταν και αυτές στον δανεισμό. Η λογική όμως που κυριάρχησε στην οικονομική σκέψη μετά από την επιτυχία τους οδήγησε και στην φούσκα των σύγχρονων σύνθετων χρηματοπιστωτικών προϊόντων που, μέσα από τις προαναφερθείσες 4 αντιθέσεις του συστήματος, μετατράπηκαν στις μέρες μας σε τοξικά χαρτοφυλάκια, παρασύροντας σαν ντόμινο άλλοτε πανίσχυρες επιχειρήσεις και τις κρατικές οικονομίες.

Ο ισχυρισμός της θέσης που διατυπώνεται σε αυτό το κείμενο είναι ότι η αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κρίσης απαιτεί και αυτή την «καινοτομία της». Μόνο που αυτή τη φορά, η ζητούμενη καινοτομία δεν μπορεί να αφορά στην διόρθωση των αντιθέσεων ανάμεσα στην λειτουργία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με όλη την υπόλοιπη οικονομία (λόγω των τριών χαρακτηριστικών της κρίσης που αναφέρονται πιο πάνω) αλλά στην βασική αντίθεση που δημιουργείται από την τεράστια πλέον αναντιστοιχία ανάμεσα στην παραγωγικότητα και τους μισθούς. Και η καινοτομία βρίσκεται στον επανα-ορισμό του χρόνου εργασίας με την ακόλουθη μορφή:

    • Παραμένουν σταθεροί οι μισθοί και η 8ωρη ημερήσια εργασία
    • Να αποδεσμευτεί η έννοια της εργάσιμης εβδομάδας, με την έννοια του χρόνου που λειτουργούν οι επιχειρήσεις και οι υπηρεσίες, από την εβδομάδα εργασίας με την έννοια του συνολικού εβδομαδιαίου χρόνου που εργάζονται οι εργαζόμενοι
    • Αν και οι επιχειρήσεις και οι κρατικές υπηρεσίες θα βρίσκονται σε λειτουργία 5 ή και 6 ακόμη ημέρες της εβδομάδας, ο χρόνος εργασίας των εργαζομένων θα μειωθεί στις 24 ώρες αντίστοιχα ανά εβδομάδα (3 συνεχείς εργάσιμες ημέρες), θεωρητικά διπλασιάζοντας έτσι τον αριθμό των σημερινών θέσεων εργασίας
    • Η κρατική παρέμβαση θα πρέπει να στοχεύσει:
      • Στην επιθεώρηση της τήρησης των νέων εργασιακών δεδομένων
      • Στην δημιουργία ισχυρών κινήτρων συγχώνευσης ομοειδών μικρών ή πολύ μικρών επιχειρήσεων και δημιουργίας συνεργατικών δικτύων ελεύθερων επαγγελματιών για την ομαλή προσαρμογή τους στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται

Με μια τέτοια ρύθμιση, που ήδη προτείνεται ως διεκδικητική πλατφόρμα από τα ισπανικά εργατικά συνδικάτα (και που σίγουρα θα κάνει πολλούς οικονομολόγους να ανατριχιάσουν), επιτυγχάνεται:

    • H σοβαρή αύξηση της παραγωγικότητας της οικονομίας, χωρίς πρόσθετες σοβαρές επενδύσεις
    • Η αύξηση της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών μιας, και στις οικονομίες με διογκωμένο τον τριτογενή τομέα, η ζήτηση είναι άμεσα συνυφασμένες πλέον με τον ελεύθερο χρόνο των εργαζομένων και τις ανάγκες που αυτός δημιουργεί
    • Η ρύθμιση προς τα πάνω (άρα και πιο κοντά στην «δίκαιη» αμοιβή) των επιπέδων των μισθών, διατηρώντας την ζήτηση σε υψηλά επίπεδα.
    • Η τόνωση της ανάγκης ανασχεδιασμού των επιχειρησιακών διαδικασιών και λειτουργιών, ιδιαίτερα στον κρατικό τομέα, έτσι ώστε αυτές να αποφεύγουν να ενσωματώνουν οποιαδήποτε κρυμμένη ανεργία, αλλά και να επιτυγχάνουν την κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης εργασίας, που δεν θα μπορέσει να καλυφθεί από το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό
    • Η απορρόφηση του επιπρόσθετου κόστους εργασίας στην παραγωγή από την αύξηση της παραγωγικότητας και της ζήτησης

Ο κύριος ρόλος του, διευρυμένου και με κρατικά ελεγχόμενες τράπεζες, χρηματοπιστωτικού συστήματος στο εγχείρημα αυτό θα πρέπει να στην χρηματοδότηση του κόστους αυτής της αναδιοργάνωσης, αξιοποιώντας τα ήδη εγκεκριμένα ειδικά πακέτα ενίσχυσής του προς όφελος της πραγματικά πραγματικής οικονομίας, δημιουργώντας έτσι και τις συνθήκες για την ανάκαμψη και της δικής του κρίσης.

Μια σημαντική σημείωση:

Με το 3+3 ωκτάωρα ανα εβδομάδα, πρακτικά σχεδόν διπλασιάζονται οι θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Δεν απαιτείται το ίδιο στον δημόσιο στην Ελλάδα, που κάλλιστα μπορούν να καλυφτούν στις περισσότερες υπηρεσίες οι δυο εβδομαδιαίες “βάρδιες” με το ίδιο προσωπικό περίπου και με εξορθολογισμό του τρόπου που δουλεύει και με την ουσιαστική χρήση νέων τεχνολογιών-επιτέλους. Η επίσημη ανεργία βρίσκεται γύρω στο 10% και η πραγματική (δηλαδή και η μη καταγεγραμμένη) κοντά στο 20-22%. Άρα το περίσσευμα του εργατικού δυναμικού που υπάρχει δεν επαρκεί για να καλύψει την αναμενόμενη ζήτηση νέων εργατικών «χεριών» στις επιπρόσθετες θέσεις εργασίας που προκύπτουν. Αυτό σημαίνει αλλαγή συσχετισμών στην διαπραγμάτευση εργοδότη-εργασίας, αφού έτσι το πάνω χέρι το έχει αυτός που βρίσκεται «εν ανεπαρκεία», δηλαδή οι εργαζόμενοι. Άρα μισθοί αποκτούν ροπή προς τα πάνω.

Αυτά τα γνωρίζουν καλά οι αστοί οικονομολόγοι και οι πολιτικοί των κομμάτων που στηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό και στηρίζονται από την χυδαία εκμετάλλευση των ανέργων (με stage, ρουσφέτια κλπ) και γι αυτό ανατριχιάζουν με την ιδέα του περιορισμού του χρόνου εργασίας σύμφωνα με αυτό τον τρόπο. Προτιμούν την εξαθλίωση των ελαστικών σχέσεων και τα μπλοκάκια και θυσιάζουν έτσι την αναμενόμενη αύξηση και της παραγωγικότητας αλλά και της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών (φαντάσου πότε καταναλώνεις περισσότερο: όταν δουλεύεις ή στον ελεύθερο χρόνο σου) για να μη χαθεί το σημερινό τακτικό πλεονέκτημα της άρχουσας τάξης. Αυτοί όμως έχουν και το ουσιαστικό ιδεολογικό πρόβλημα για να αντιπαρατεθούν σε μια τέτοια θέση, ιδιαίτερα σήμερα που η νέο-φιλελεύθερες αντιλήψεις των διάφορων οικονομικών σχολών αμφισβητούνται έντονα και από τα μέσα.

Η εν λόγω «καινοτομία», που προέρχεται από την παραδοσιακή διεκδικητική φαρέτρα της αριστεράς, φυσικά και δεν οδηγεί από μόνη της στην ανατροπή των βασικών αντιθέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, που θα συνεχίζουν να υφίστανται και ενδεχομένως να οξύνονται. Μπορεί όμως να λειτουργήσει ως πλατφόρμα συσπείρωσης όλων εκείνων των δυνάμεων που αντιτίθενται στην χορήγηση πολιτικού συγχωροχάρτου στους υπεύθυνους της σημερινής κρίσης ένθεν και ένθεν και που συνεχίζουν κρυφά να ονειρεύονται την μελλοντική νεκρανάσταση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου στο τέλος αυτού του κύκλου της κρίσης, που στοχεύουν να την αξιοποιήσουν σαν το colpo grosso αναδιανομής πλούτου σε βάρος των μη προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας.

Έτσι, η επαναδιατύπωση του στόχου για μείωση του χρόνου εργασίας στις 24 αντί τις 35 ώρες (που συνεχίζει να βρίσκεται “εν υπνώσει” ως “πάγιο άιτημα” στα κείμενα θέσεων και του ΣΥΡΙΖΑ) και η υιοθέτηση επιθετικών πρωτοβουλιών διεκδίκησης και από τα εργατικά συνδικάτα του 24ωρου χωρίς μείωση αποδοχών και δικαιωμάτων, αποτελεί και ένα ισχυρό πολιτικό όπλο στην κατεύθυνση της επαναδόμησης του ΣΥΡΙΖΑ, του προγράμματός του αλλά και των συμμαχιών που πρέπει να επιδιώξει μέσα στα κινήματα ΤΩΡΑ.

Γιάννης Χατζηχρήστος

Σημείωση: Η θέση αυτή διατυπώθηκε ήδη ως βασικό αίτημα διεκδίκησης στις παρεμβάσεις μελών της Πάσα στο τελευταίο Πανελλαδικό Σώμα του ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου